Συλλογική τοποθέτηση στην κατάληψη της σχολής θεάτρου

Τοποθέτηση στα πλαίσια της εκδήλωσης για τις καταλήψεις ως πρόταγμα αγώνα στο σήμερα που πραγματοποιήθηκε στη κατάληψη της σχολής Θεάτρου στις 29/10.

Στην περιοχή του Τσιναρίου υπάρχουν αρκετές στεγαστικές καταλήψεις όπως και στην ευρύτερη Άνω Πόλη. Στα σπίτια που κατοικούμε το πρώτο καταλήφθηκε το 2009 και στη συνέχεια ακολούθησαν άλλα (2010, 2014, 2016) με το πιο πρόσφατο να καταλαμβάνεται το Σεπτέμβριο του 2020. Κάποια από τα σπίτια αυτά είναι καστρόπληκτα ( ο ένας τους τοίχος εφάπτεται στα Βυζαντινά τοίχοι) και ο πρώτος αγώνας για υπεράσπιση αυτών έλαβε χώρα το 1997 από κατοίκους της ευρύτερης περιοχής οι οποίοι αποφάσισαν να εναντιωθούν στα σχέδια ανάπλασης του Δήμου, σχέδια που θα διέγραφαν κομμάτια της προσφυγικής μνήμης και από την άλλη θα άγγιζαν κομμάτια του δικού τους παρόντος. Έκτοτε ο αγώνας ενάντια στα γκρεμίσματα είχε μια συνέχεια με ενεργή περίοδο το 2011-12 και πρόσφατα το 2019 έπειτα από νέες “ενοχλήσεις” της Πολεοδομίας. Διαχρονικά η Άνω πόλη υπήρξε περιοχή αγώνων με τον αγώνα για τη στέγαση να εδράζει σε μία συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνική συνθήκη καθώς υπάρχει μια πληθώρα σπιτιών που χτίστηκαν παράνομα και κατοικούνταν από πρόσφυγες το ’21 – ’22.

Μιλώντας για τις καταλήψεις στέγης πέρα από την πολιτική τους βάση δε θα μπορούσαμε να αφήσουμε εκτός το κομμάτι των βιωμάτων και των ιστοριών που έχουν γραφτεί μέσα σ’ αυτές γιατί για μας δεν είναι χώροι που τους επισκεπτόμαστε για μια συνέλευση, μια εκδήλωση, ένα λάιβ, είναι χώροι όπου περνάμε πολύ μεγάλα διαστήματα της ατομικής και συλλογικής μας ζωής. Η κατάληψη, το σπίτι, μετά από ένα διάστημα παραμονής σ’ αυτήν, είναι ένα πρόταγμα που έχει γειωθεί στην πραγματικότητα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι όχι μόνο του αγώνα σου αλλά και της ζωής σου.

Μέσα στα χρόνια οι προσπάθειες για νέα κατειλημμένα σπίτια ήταν πολυάριθμες καθώς φαινόταν ότι σε μια περιοχή όχι τόσο εμπορική όσο άλλες στη Θεσσαλονίκη, με παλιά σπιτια για τα οποία κανείς δε φαινόταν να ενδιαφέρεται να αποτελούν ωραίες και σχετικά εφικτές ιδέες για να μπορείς να χτίσεις τη ζωή σου μέσα σ’ αυτά. Στις άσκοπες και μη βόλτες στην άνω πόλη συναντάς συχνά άδεια και κλειστά σπίτια. Σπίτια στοιχειωμένα από την αδιαμφισβήτητη αξία της ιδιοκτησίας, κλειδαμπαρωμένα προς χάριν μιας σκονισμένης μνήμης που ανακαλείται και επικαλείται όταν ένα λουκέτο σπάει.

Στέκεσαι, τα κοιτάς και σου γεννούν μια τόσο έντονη περιέργεια που δεν μπορείς να τα προσπεράσεις, θες να τρυπώσεις μέσα και να τα δεις, να φανταστείς πώς θα ήταν να μένεις εκεί και να βρεις πράγματα που ούτε φανταζόσουν, να υπολογίσεις τι και πόση δουλειά χρειάζεται για να το σημειώσεις στο μπλοκάκι ή όχι.

Το τελευταίο διάστημα οι προσπάθειες για νέες καταλήψεις δυσκολεύουν όλο και περισσότερο όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλα άδεια σπίτια. Η Άνω Πόλη εξευγενίζεται διαρκώς, τουρίστες πηγαινοέρχονται όλους τους μήνες του χρόνου φωτογραφίζοντάς την και πλασάροντάς την στα social media ως έκθεμα, τα hostel στεγάζονται σε διατηρητέα σπίτια, τα παλιά σπίτια ανακαινίζονται, τα σπίτια που δεν ανακαινίζονται καταχωρούνται σε μεσιτικά για να πουληθούν ως οικόπεδα, καστρόπληκτα και μη γκρεμίζονται, υψώνονται καινούρια κτίρια, και φυσικά υπάρχει πληθώρα σε Airbnb για να ζήσεις λίγο και τη γραφικότητα αλλά για να είναι και λίγο ευρωπαϊκή. Στα σπίτια λοιπόν που μπορεί επίσης να συναντήσεις στη βόλτα σου προστίθενται και σύγχρονα απρόσωπα κτίρια προσαρμοσμένα στο φόντοπροϊόν: Άνω Πόλη. Περιφρουρούμενα από κάμερες, συναγερμούς και φώτα που σε τυφλώνουν και ενισχύουν πλάι πλάι με τα εναλλακτικά μαγαζιά την μετατροπή της περιοχής σε μια αποστειρωμένη και εμπορευματοποιημένη ζώνη.

Φυσικά δεν υπάρχει μια συνταγή για νέες καταλήψεις ή μια ομάδα ατόμων που μπορεί να εγγυηθεί μία πετυχημένη κατάληψη. Το νομικό καθεστώς του σπιτιού, η σύνθεση της επιμέρους γειτονιάς, και πόσο μάλλον το προφίλ του ακριβώς δίπλα γείτονα που δεν είναι πάντα καταληψίας, η ευρύτερη κοινωνική συνθήκη είναι μερικοί από τους εκάστοτε μεταβαλλόμενους παράγοντες οι οποίοι κάθε φορά “απαιτούν” την ύπαρξη νέων προσαρμοσμένων σχεδίων για το κάθε εγχείρημα. Εξάλλου η σύμπραξη μεταξύ καταληψιών και εν δυνάμει καταληψιών δε στηρίζεται σε κάποιο ιδεολόγημα εθελοντισμού και ελεημοσύνης αλλά σε κοινές βάσης αλληλεγγύης, αυτοοργάνωσης, μοιράσματος τεχνογνωσίας και εμπειριών αγώνων, καταστολής, προσωπικών και συλλογικών δυσκολιών.

Πολλές φορές αναλογιστήκαμε: Ώρες ώρες το χουμε ως δεδομένο ότι ζούμε εδώ. Είναι πλέον κάτι σύνηθες για μας. Φαντάζεσαι όμως πώς θα τανε να τρέχουμε, να δουλεύουμε κάθε μέρα για να πληρώνουμε απλά νοίκι, ρεύμα, νερό;

Είναι κάτι που προσπαθούμε να λαμβάνουμε υπ’ όψιν ώστε ο αγώνας μας να μην είναι εσωστρεφής, να μην ανακυκλώνεται μεταξύ ατόμων που ζουν μέσα σε καταλήψεις, να είναι ένας αγώνας που θα συνδέεται με άλλους και με υποκείμενα που στο σήμερα μπορεί να μη μοιράζονται την ίδια πρακτική. Είναι ένας αγώνας για να πληθαίνουν συνεχώς τα κατειλημμένα σπίτια, με στόχο μέσα σε όλη τη μιζέρια της αστικής καθημερινότητας να υπάρχει πάντα ανοιχτή η δυνατότητα για μια πιο ελεύθερη ζωή. Είναι ένας αγώνας για ύπαρξη κατειλημμένων κοινοτήτων και για την υπεράσπιση αυτών απέναντι στα επενδυτικά σχέδια τόσο ιδιωτικών όσο και δημόσιων φορέων.

Φυσικά, διαμένοντας σε κατάληψη στέγης πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της εκκένωσης, της εισβολής μπάτσων, του προειδοποιητικού σημειώματος ότι μέχρι την τάδε μέρα μπορείς να μαζέψεις τα πράγματά σου για να φύγεις πριν έρθει κάποια μπουλντόζα να σου γκρεμίσει το σπίτι, ή αν πληροί τις προϋποθέσεις να γίνει η μετατροπή του σε άλλο ένα AirBnB, του πεσίματος από φασίστες. Έτσι η ζωή δε χτίζεται σε μια βάση μονιμότητας, σιγουριάς, αποκατάστασης. Δεν υπάρχει η “ασφάλεια” της ιδιοκτησίας, της αποξένωσης, μιας κλειδωμένης πόρτας, των περιφράξεων εν γένει. “Ασφάλεια” η οποία εδράζει σε αστικές φοβίες τύπου “να ασφαλίσω το σπίτι μου για να μη με κλέψουν” ή σε υλικές εξαρτήσεις και αντικείμενα πολυτελείας. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο φόβος για την ιδιοκτησία, αργά η γρήγορα επιφέρει την υποταγή στο νόμο που διασφαλίζει το δικαίωμα σε αυτήν και φυσικά επιτάσσει την ασφάλεια και κατ’ επέκταση την επιτήρηση γειτονιών και κτιριακών εγκαταστάσεων, την αστυνόμευση μέσω παρατηρητών από τα μπαλκόνια και τη ρουφιανιά.

Και επειδή ο χρόνος μας είναι πολύτιμος και δε θέλουμε να τον εξαγοράζουμε από κάποιο αφεντικό…Μένοντας σε κατάληψη στέγης ανοίγεται η προοπτική της άρνησης εργασίας. Η μη ύπαρξη εξαναγκασμού πληρωμής για βασικά αγαθά (ρεύμα, νερό), η απουσία ενοικίου συμβάλλουν σε ένα χαμηλότερο κόστος ζωής και κατ’ επακόλουθο σε μια μη επιτακτικότητα για πλήρη εργασία. Αποδεσμεύοντας ένα μεγάλο κομμάτι του της ζωής σου από μία πληρωμή λογαριασμών στην ουσία ξανακερδίζεις λίγο από τον κλεμμένο χρόνο, το χρόνο που το υπάρχον απομυζεί από την καθημερινότητα των ανθρώπων.

Κοινωνικές – γειτονικές σχέσεις

Η αίσθηση της γειτονιάς μπορεί να καλλιεργηθεί σε πλαίσια όπως αυτά της Άνω Πόλης. Το ότι δεν μιλάμε για μία περιοχή που κατοικείται για παράδειγμα ως επί το πλείστον από φοιτητές, οδηγεί σε μία σταθερότητα όσον αφορά τους γείτονες/ισσες. Επομένως η όποια απεύθυνση-παρέμβαση στα πλαίσια της γειτονιάς δε μπορεί να είναι απρόσωπη. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θα συναντάς σε κάθε μοίρασμα κειμένων, οι ίδιοι άνθρωποι που θα περάσουν όταν έχεις στήσει μια μικροφωνική. Η ησυχία, η αίσθηση του χωριού, η μη τόση ασφυξία δημιουργεί προοπτικές γειτονικών κοινωνικών σχέσεων οι οποίες άλλοτε βαθαίνουν σε ένα πλαίσιο κοινής αντίληψης πάνω σε ζητήματα άλλοτε παραμένουν στο πλαίσιο της συνύπαρξης – ανοχής. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μια ιδανική γειτονιά για απεύθυνση με την τόση ποικιλομορφία στα υποκείμενα που την απαρτίζουν, μια ποικιλομορφία ανάλογη με ενός μικρο-κοινωνικού πλαισίου.

Συλλογικές – συντροφικές σχέσεις

Όσον αφορά τα πλαίσια της συντροφικής γειτνίασης ή συγκατοίκησης εδώ μπορούμε να σημειώσουμε πως οι καταλήψεις στις οποίες κατοικούμε δεν αναδύθηκαν ως δομές εξ’ αρχής συλλογικά, από μία ήδη υπάρχουσα συλλογικότητα ατόμων η οποία αποφάσισε να προχωρήσει σε καταλήψεις στέγης για την κάλυψη των αναγκών των μελών της. Η σύνδεση μεταξύ ατόμων που επέλεξαν συνειδητά να μένουν σε κατάληψη, άτομα που βρισκόταν διαρκώς σε ζύμωση σχέσεων και επικοινωνία σταδιακά άρχισε να αναδεικνύει τις προοπτικές για μια αλυσιδωτή χωροταξική απελευθέρωση και σε μετέπειτα χρόνο τη σύμπραξη σε πολιτικές διαδικασίες στις οποίες υπάρχει μια διαρκής προσπάθεια σύνθεσης λόγω της πολυπλοκότητας των ατόμων και της διαφορετικότητας μεταξύ σκεπτικών.

Η συμβίωση/συγκατοίκηση μεταξύ πολλών συντρόφων πραγματώνεται μέσα από τη συλλογική κάλυψη αναγκών και επιθυμιών. Συλλογικές κουζίνες, εργασίες, μοίρασμα του χώρου και του χρόνου, μοίρασμα των εργαλείων, και πέρα από το μοίρασμα πολιτικών σκεπτικών, είναι και μοίρασμα ατομικών στιγμών, προβλημάτων, δυσκολιών. Δημιουργείται μια αίσθηση εγγύτητας με τα άτομα η οποία πρακτικά διευκολύνεται με τη μείωση της γεωγραφικής απόστασης. Δεν χρειάζεται να τηλεφωνήσεις, να κανονίσεις μέσα σε ένα πλήρως εντατικοποιημέο πρόγραμμα να προκανονίζεις ραντεβού με τα συντρόφια σου, αρκεί να τους χτυπήσεις την πόρτα ή να βάλεις μια φωνή. Καλλιεργείται έτσι η αμεσότητα στην επικοινωνία αφού σε μεγάλο βαθμό οι σχέσεις δεν διαμεσολαβούνται από μια οθόνη.

Οι καταλήψεις στέγης γενικότερα ως προοπτική ή οποία έχει συναντήσει και κάποια από τα βιώματά μας μπορούν σε πολλές περιπτώσεις και σε μία διάρκεια να είναι θεραπευτικές, τόσο σε περιόδους κοινωνικής κρίσης όσο και ψυχολογικής. Για παράδειγμα στην πρώτη περίοδο της καραντίνας μπροστά σε όλη τη συνθήκη κοινωνικού ζόφου οι καταλήψεις παρέμειναν ένα σημείο συνάντησης που έσπαγε το επιβαλλόμενο social distancing και ο τρόμος αυτής της επιβολής καθώς τα άτομα που τις πλαισίωναν ή απλά της επισκέπτονταν κέρδιζαν λίγο από το ζωτικό τους χρόνο. Αποτέλεσαν έδαφος για να σπάσει σε πρώτη φάση το αναμενόμενο εσωτερικό μούδιασμα, να εκτονωθεί τόσο η νευρικότητα λόγω της κατάστασης, όσο και να υπάρξει κατανόηση και στήριξη σε βασικά κομμάτια της καθημερινότητας μέσα από συλλογική κάλυψη των αναγκών. Οι ανάγκες αυτές πραγματώνονταν τόσο στο επίπεδο της καθημερινότητας με συλλογικές κουζίνες όσο και στο επίπεδο της στέγασης με ένα ακόμα σπίτι να ανοίγει την περίοδο της καραντίνας.

Με τη συλλογικοποίηση των αναγκών μας και τη ζύμωση των σχέσεων μεταξύ μας με βάσεις ισότητας και ελευθερίας νιώθουμε ως ένα βαθμό πως αμφισβητούμε κάποιες αξίες της κυρίαρχης πυρηνικής οικογένειας και κατ’ επακόλουθο της Πατριαρχίας, εφορμώντας και από την ουσία του απελευθερωμένου μας εδάφους (της κατάληψης) ως μία έμπρακτη επίθεση στην ιδιοκτησία.

Η οικογένεια κατακερματίζει τη ζωή σε δημόσια και ιδιωτική διαρρηγνύωντας τη συλλογική προοπτική ενώ αποκτά ισχύ με την ύπαρξη περιουσίας και ιδιωτικών τίτλων. Στους κόλπους της ανθίζει η λογική επιβεβλημένων όρων όπως έμφυλες ιεραρχίες και διαχωρισμοί, “ανδρικές και γυναικείες” δουλειές, εδικοί/ εξειδικευμένες σε θεωρητική γνώση κι άλλοι σε πρακτική. Μέσα από σχέσεις συντροφικότητας προσπαθούμε να θέτουμε σε διαρκή αμφισβήτηση τους έμφυλους ρόλους, τους διαχωρισμούς μικρών και μεγάλων, νέων και παλιών, να υπονομεύουμε την ιδεολογία του ζεύγους, να αποστασιοποιούμαστε από επιβολικές λογικές. Οι καταλήψεις είναι τα σπίτια που φανταζόμασταν όταν ήμασταν παιδιά, ένα όνειρο που μεγαλώνοντας κληθήκαμε να το θάψουμε στο φαντασιακό μας, είναι χώροι όπου ανθίζει ο αυθορμητισμός και η προσωπική – συλλογική δημιουργία που ροκανίζει τους καταπιεστικούς θεσμούς. Οι περισσότεροι/ες με τα δικά μας παρελθοντικά βιώματα, με μία επιθυμία αποκοπής από την οικογενειακή περίθαλψη και έλεγχο διαμένουμε πλέον σε μία “κοινότητα” η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτική νησίδα προς οτιδήποτε αποκλίνον και στην οποία φιλοξενούνται πέρα από ενήλικες παιδιά, σκυλιά, γατιά και ανά διαστήματα κότες και κατσίκες. Οι ανεξούσιες πρακτικές προσπαθούμε εν γένει να αποτυπώνονται στην αλληλεπίδραση μας με τα παιδιά με το σπάσιμο ρόλων μητέρα – πατέρας στις συλλογικές διαδικασίες, με δραστηριότητες μη κατευθυντικές και με τα ζώα με την απαγκίστρωση από ένα πρόσωπο – ιδιοκτήτη και μια πιο σχετική ελευθερία από ότι μια διαμονή με συμβατικούς όρους σε διαμέρισμα.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω με κάποιες βιωματικές αφηγήσεις οι καταλήψεις για εμάς είναι…

…συντροφοκατοίκηση…

…η αποτίναξη της ψευδούς ανάγκης για ασφάλεια…

..τα συλλογικά διαβάσματα ή η απόσπαση από το διάβασμα..

…το συλλογικό μαγείρεμα με την πολύ συνήθη μορφή του ένας/μία μπορεί να μαγειρεύει οι υπόλοιπες του κάνουν παρέα…

…ένας μπαχτσές που όταν πρόσφερε κάτι το μοιραστήκαμε όλα …

… το μάζεμα υλικών, οχύρωση, ηλεκτροκόλληση, μια διαρκής επισκευή, χτίσιμο, σοβάτισμα…

…τα εργαλεία που συνεχώς χάνονται, βρίσκονται, ξαναχάνονται, σχεδόν ποτέ δεν αγοράζονται…

…το μοίρασμα ενός και μοναδικού πλυντηρίου…

…Οι καταλήψεις είναι οι καλημέρες και η κουβέντα με τον γείτονα που συμπαθείς και σε συμπαθεί αλλά και οι διαπληκτισμοί με τη γειτόνισσα που πάντα θα έχει κάτι να σου προσάψει…

Είναι 5 σκυλιά να παίζουν σε μια αυλή και να ρίχνουν τα αβοκάντο που έχεις φυτέψει…

…είναι και τα ντουβάρια. Τόσο οι αναμνήσεις που χαράσσονται πάνω σ’ αυτά όσο και οι μνήμες που ξεπηδούν από αυτά, σε ένα σύνθημα, σε ένα μήνυμα, σε μια αφίσα, σε ένα αυτοκόλλητο, σε ένα στένσυλ, σε μια ζωγραφιά. Στα ντουβάρια μπορείς να βρεις ένα κομμάτι- ιδέες και συναισθήματα των ατόμων που έζησαν εκεί, που ζουν τώρα εκεί…

…Είναι να νιώθεις ότι έχεις χορτάσει από το σπίτι αυτό αλλά κάθε χρονιά να κρύβει νέες στοχεύσεις.

…Είναι υπεράσπιση για να ξαναζείς όλα τα παραπάνω και ίσως μετά από καιρό αυτά που θα μπορείς να μοιραστείς να γεμίζουν σελίδες και σελίδες και σελίδες…

…η σκεπή που σε μεγάλες καταιγίδες μπορεί να στάζει. Αλλά θα κάνεις μια βόλτα από κάποιο άλλο σπίτι και μπορεί να δεις ότι είναι στην ίδια κατάσταση ή σε χειρότερη.

…ηλιοβασιλέματα στο τοίχος και αυθόρμητα πάρτυ

…φιλοξενία που μπορεί να διαρκέσει από 2 μέρες, μέχρι 2 μήνες, μέχρι 2 χρόνια.

…σύντροφοι που φεύγουν και δεν ξέρεις αν θα ξανάρθουν.

…είναι ζωή και όχι μια ψευδαίσθηση αυτής

Οι καταλήψεις για μας, με την όση πολυμορφία μπορεί αυτές να έχουν, αποτελούν αδιαπραγμάτευτες αιχμές του απελευθερωτικού αγώνα, εστίες ελευθερίας, χώρους όπου καλλιεργούνται σχέσεις που αντιπαρατίθενται στην αλλοτρίωση που χαρακτηρίζει το σύγχρονο τρόπο ζωής στις μητροπόλεις, χρόνους απαλλοτριωμένους από τη μισθωτή σκλαβιά. Οι καταλήψεις είναι τα σπίτια μας, είναι τα μέσα του αγώνα μας, είναι κομμάτια της ατομικής και συλλογικής μας απελευθέρωσης και θα τις υπερασπιστούμε μέχρι τέλους. Τα άδεια σπίτια ανήκουν σε όσα έχουν την ανάγκη και την επιθυμία να τους δώσουν ζωή, σε όσα κουράστηκαν να ζουν σύμφωνα με τις κοινωνικές συμβάσεις, σε όσα θέλουν να πάρουν το χρόνο στα χέρια τους. Όσες κι αν εκκενώσουν, όσες κι αν απειλήσουν ή στοχοποιήσουν θα αναζητάμε πάντα τρόπους να επαναδιεκδικούμε αυτά που μας στέρησαν, να ενισχύουμε τα ήδη κεκτημένα, να τρυπώνουμε σε νέα.

Σ’ αυτή τη δύσκολη συνθήκη που το Κράτος και οι εντολοδόχοι του επιτίθενται στις δομές μας και στις ζωές μας εντείνουμε τις αντιστάσεις μας, δεν διαπραγματευόμαστε τους αγώνες μας, σπέρνουμε συνειδησιακά και πρακτικά τον καταληψιακό ιό, μία ακόμα μετάλλαξη του ιού της απελευθέρωσης.

This entry was posted in Κείμενα. Bookmark the permalink.